- πεντηκονταπλάσιος
- ία , ον умноженный на пятьдесят, увеличенный в пятьдесят раз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεντηκονταπλάσιος — α, ο ο πενήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο ή ο αυξημένος κατά πενήντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + πλάσιος*] … Dictionary of Greek
πεντηκονταπλασιάζω — [πεντηκονταπλάσιος] πολλαπλασιάζω κάτι επί πενήντα, αυξάνω ή μεγαλώνω κάτι κατά πενήντα φορές … Dictionary of Greek
πεντηκοντάχους — ουν και οος, οον, Α (για σιτάρι) αυτός που είναι πεντηκονταπλάσιος ως προς την απόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + χους (< χέω), πρβλ. επτά χους] … Dictionary of Greek